ψιλορωτώ

ψιλορωτώ
(α), ψιλορωτάω μετ. подробно расспрашивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψιλορωτώ" в других словарях:

  • ψιλορωτώ — και ψιλορωτάω ψιλορώτησα, κάνω λεπτομερείς ερωτήσεις, ρωτώ να μάθω όλες τις λεπτομέρειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλορωτώ — Ν ρωτώ για να μάθω κάτι λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + ρωτώ] …   Dictionary of Greek

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ψιλορώτημα — το, Ν [ψιλορωτώ] ερώτηση για λεπτομερή πληροφόρηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»